ψαρόμυαλος

ψαρόμυαλος
ο, θηλ. ψαρόμυαλη, Ν
μτφ. (για πρόσ.) ανόητος, επιπόλαιος, ελαφρόμυαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + -μυαλος (< μυαλό)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ψαρόμυαλος — η, ο ανόητος, κουτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψαροκέφαλος — η, ο 1. αυτός που έχει κεφάλι σαν του ψαριού. 2. ψαρόμυαλος. 3. το ουδ. ως ουσ., ψαροκέφαλο το κεφάλι του ψαριού: Ρίξαμε στις γάτες τα ψαροκέφαλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”